- ἀποβλήτους
- ἀπόβλητοςto be thrown awaymasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъриновеныи — (21) прич. страд. прош. 1.Изгнанный: Дь˫аконъ по дь˫аконьствѣ блѹдъ сътворивыи отъвьрженъ ѹбо дь˫аконьства бѹдеть. въ людьскоѥ же отъриновенъ мѣсто. (ἀποσϑείς) КЕ XII, 180б; Иже ѿнѹдь изверженъ. въ просты˫а люди ѿриновенъ. КР 1284, 147г;… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
Σίτγουελ, Ηντιθ Λουίζ — (Edith Louise Si twell). Αγγλίδα ποιήτρια και δοκιμιογράφος (Σκάρμπορω, Γιόρκσαϊρ 1887 Λονδίνο 1964), αδελφή των συγγραφέων και ποιητών σερ Όσμπερτ Σ. (1892 1969) και Σάτσβερελ Σ. (1897). To 1915 κυκλοφόρησε την πρώτη ποιητική της συλλογή, Η… … Dictionary of Greek
απόβλητος — η, ο αυτός που διώχτηκε, που αποκλείστηκε: Ανήκε στους απόβλητους της κοινωνίας· το ουδ. ως ουσ. στον πληθ., τα απόβλητα οι ακαθαρσίες από τις διάφορες επεξεργασίες υλών στα εργοστάσια: Τα απόβλητα των εργοστασίων συντελούν πολύ στη μόλυνση του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)